κατοχέας

κατοχέας
ο (Α κατοχεύς)
νεοελλ.
ναυτ. διάταξη που χρησιμεύει για τη συγκράτηση, σε δεδομένη στιγμή, μιας αλυσίδας κατά το τύλιγμα ή την εκτύλιξή της, λ.χ. της αλυσίδας τής άγκυρας, κν. καστάνια ή καστανιόλα
αρχ.
1. αυτός που στηρίζει κάτι σε ένα μηχάνημα
2. ο μοχλός, ο σύρτης («αὐτοὶ νῡν κατοχῆες ἀνακλίνεσθε πυλάων», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -οχεύς (< ὀχεύς < θ. οχ- τού ἔχω), πρβλ. παρ-οχεύς, υπ-οχεύς).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”